- Λάμπις
- Λάμπιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λαμπίς, Εζέν — (Eugène Marin Labiche, Παρίσι 1815 – 1888). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Καταγόταν από οικογένεια Παρισινών εμπόρων και σπούδασε στο κολέγιο Μπουρμπόν. Όταν αποφοίτησε, πραγματοποίησε το πατροπαράδοτο φοιτητικό ταξίδι της εποχής,… … Dictionary of Greek
Λαμπίς, Φελίξ — (Felix Labisse, Ντουέ 1905 – Παρίσι 1982). Γάλλος ζωγράφος. Αρχικά επηρεάστηκε από τον Ένσορ και προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930 στράφηκε προς τον υπερρεαλισμό. Οι πίνακές του, κυρίως φανταστικοί, περιέχουν πολλές φορές το εφιαλτικό στοιχείο· … Dictionary of Greek
Λάμπι — Λάμπις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάμπιδι — Λάμπις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάμπιδος — Λάμπις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάμπιν — Λάμπις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυσολαμπίς — κυσολαμπίς, ίδος, ἡ (Α) η πυγολαμπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. πυγο λαμπίς, χρυσο λαμπίς] … Dictionary of Greek
νυκτολαμπίς — νυκτολαμπίς, ίδος ἡ (Α) 1. νυχτερινός λύχνος 2. πυγολαμπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. πυγο λαμπίς] … Dictionary of Greek
πυγολαμπίδα — η / πυγολαμπίς ίδος, ΝΜΑ το κολεόπτερο έντομο λαμπυρίς, κν. γνωστό σήμερα και ως κωλοφωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. κυσο λαμπίς] … Dictionary of Greek
χρυσολαμπίς — ίδος, ἡ, Α 1. πυγολαμπίδα 2. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. πυγο λαμπίς] … Dictionary of Greek